ζωοφόρων

ζωοφόρων
ζῳοφόρων
ζῳοφόρος
life-giving: masc /fem /neut gen pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζῳοφόρων — ζῳοφόρος life giving masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχαϊκή τέχνη — Ο όρος α.τ. (από τη λέξη αρχή)δόθηκε στην ελληνική τέχνη του 7ου και 6ου αι. π.Χ., όταν δεν ήταν ακόμα γνωστή η γεωμετρική τέχνη που προηγήθηκε· οπωσδήποτε, όμως, αποτελεί κάτι νέο στον ελληνικό κόσμο. Καμιά εποχή δεν έδωσε στην ελληνική τέχνη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”